οἰστρήλατος

οἴστρημα

οἰστροϐολέω-ῶ
οἴστρημα, ατος (τὸ) aiguillon, piqûre qui rend furieux, Soph. O.R. 1318 ; Anth. 6, 51.
Étym. οἰστράω.