ὀλϐιότυφος

ὀλϐιόφρουρος

ὀλϐιόφρων
ὀλϐιό·φρουρος, ος, ον, qui assure ou conserve le bonheur, J. Georg. Hymn. 3, 53.
Étym. ὄ. φρουρέω.