ὀλεσίοικος

ὀλεσίπτολις

ὀλεσισιαλοκάλαμος
ὀλεσί·πτολις, εως (ὁ, ἡ) qui ruine ou détruit une ville ou des villes, Triphiod. 453, 583.
Étym. ὄλλυμι, πτόλις.