ὀλιγόφωνος

ὀλιγόχλωρος

ὀλιγόχοος-ους
ὀλιγό·χλωρος, ος, ον [] d’un vert pâle ; subst. τὸ ὀλιγόχλωρον, Diosc. Noth. 2, 204, le câprier, arbre.
Étym. ὀλ. χλωρός.