Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρονος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγό·χρονος,
ος, ον
[
ῐ
]
c.
ὀλιγοχρόνιος,
M. Ant.
5, 10
.
Étym.
ὀλ. χρόνος
.