ὀλιγόχρονος

ὀλιγόχυλος

ὀλιγόχυμος
ὀλιγό·χυλος, ος, ον [ῐῡ] qui n’a que peu de suc, Diph. (Ath. 91e, 120e).
Étym. ὀλ. χυλός.