Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀλιγόκαυλος
ὀλιγόκερως
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγό·κερως,
ωτος
(
ὁ, ἡ
) [
ῐ
] aux petites cornes,
Geop.
18, 1, 3
.
Étym.
ὀλ. κέρας
.