ὀλιγοτρόφος

ὀλιγόϋδρος

ὀλιγοϋπνία
ὀλιγό·ϋδρος, ος, ον [] qui se contente de peu d’eau, Th. H.P. 6, 7, 6, au sup. -ότατος.
Étym. ὀλ. ὕδωρ.