ὀλιγόϋδρος

ὀλιγοϋπνία

ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοϋπνία, ας () [ῐγ] court sommeil, Jambl. V. Pyth. c. 69.
Étym. ὀλιγόϋπνος.