ὀμματοποιός

ὀμματοστερής

ὀμματουργός
ὀμματο·στερής, ής, ές []
1 pass. privé de la vue, Soph. O.C. 1260 ; Eur. Ph. 327 ||
2 act. qui prive de la vue, Eschl. Eum. 940.
Étym. ὄμμα, στερέω.