ὀμφαλοτομία

ὀμφαλοτόμος

ὀμφαλώδης
ὀμφαλο·τόμος, ος, ον [] qui coupe le cordon ombilical, particul. au fém. sage-femme, Sophr. (Ath. 324e).
Étym. ὀμφαλός, τέμνω.