ὀνοματολόγος

ὀνοματομάχος

ὀνοματοποιέω-ῶ
ὀνοματο·μάχος, ος, ον [ᾰᾰ] qui bataille sur des mots, Critol. (Clém. 446).
Étym. ὄ. μάχομαι.