ὀφθαλμότεγκτος

ὀφθαλμοφανής

ὀφθαλμοφανῶς
ὀφθαλμο·φανής, ής, ές [φᾰ] qui se montre aux yeux, visible, Str. 75 ; Aristox. H. p. 41.
Étym. ὀφθ., φαίνω.