ὀπισθοφυλακία

ὀπισθοφύλαξ

ὀπισθοχειμών
ὀπισθο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] soldat ou troupe d’arrière-garde, Xén. An. 4, 1, 6.
Étym. ὄπισθε, φύλαξ.