ὀπισθοφανῶς

ὀπισθοφόρος

ὀπισθοφυλακέω-ῶ
ὀπισθο·φόρος, ος, ον, qui porte en arrière, Opp. H. 3, 318.
Étym. ὄπισθε, φέρω.