ὀπισθοφόρος

ὀπισθοφυλακέω-ῶ

ὀπισθοφυλακία
ὀπισθοφυλακέω-ῶ [ῠᾰ] être de l’arrière-garde, Xén. An. 2, 3, 10 ; Hdn 8, 1, 4.
Étym. ὀπισθοφύλαξ.