ὀπισθοφυλακέω-ῶ

ὀπισθοφυλακία

ὀπισθοφύλαξ
ὀπισθοφυλακία, ας () [ῠλᾰ] arrière-garde, Xén. An. 4, 6, 19.
Étym. ὀπισθοφύλαξ.