ὀψοποιητική

ὀψοποιΐα

ὀψοποιϊκός
ὀψοποιΐα, ας () l’art culinaire, Xén. Mem. 3, 14, 5 ; Plat. Gorg. 462d, etc.
Étym. ὀψοποιός.