ὀρειϐατέω-ῶ

ὀρειϐάτης

ὀρειϐατικός
ὀρει·ϐάτης, ου () [] qui marche à travers les montagnes, Soph. O.C. 1054, etc. ; Eur. Tr. 436, etc.
Étym. ὄρος, βαίνω.