ὀρνεοθηρευτικός

ὀρνεόμορφος

ὄρνεον
ὀρνεό·μορφος, ος, ον, qui a forme d’oiseau, Procl. Ptol. 4, 9, p. 281.
Étym. ὄρνεον, μορφή.