ὀρνιθομαντεία

ὀρνιθόμορφος

ὀρνιθόπαις
ὀρνιθό·μορφος, ος, ον, c. ὀρνεόμορφος, D. Phal. 1, 336.
Étym. ὄρνις, μορφή.