ὀρνιθόμορφος

ὀρνιθόπαις

ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθό·παις, -παιδος (ὁ, ἡ) [ῑθ] né (propr. enfant) d’un oiseau, Lyc. 731.
Étym. ὄρνις, παῖς.