ὀρνιθόπαις

ὀρνιθοπέδη

ὀρνιθοπρόσωπος
ὀρνιθο·πέδη, ης () [] piège ou lacs pour prendre les oiseaux, Anth. 9, 396.
Étym. ὄρνις, πέδη.