ὀρνιθοπέδη

ὀρνιθοπρόσωπος

ὀρνιθοσκοπέομαι-οῦμαι
ὀρνιθο·πρόσωπος, ος, ον [] qui a une figure d’oiseau, Porph. Abst. 3, 13, p. 250.
Étym. ὄρνις, πρόσωπον.