ὀρνιθοτροφία

ὀρνιθοτρόφος

ὀρνιθοφάγος
ὀρνιθο·τρόφος, ος, ον [] qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules, DS. 1, 74.
Étym. ὄρνις, τρέφω.