ὀρνιθοπρόσωπος

ὀρνιθοσκοπέομαι-οῦμαι

ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοσκοπέομαι-οῦμαι, [] observer le vol ou le cri des oiseaux, Spt. Lev. 19, 26.
Étym. ὀρνιθοσκόπος.