ὀρνιθοσκοπέομαι-οῦμαι

ὀρνιθοσκόπος

ὀρνιθοτροφεῖον
ὀρνιθο·σκόπος, ος, ον, qui sert à prendre les augures, Soph. Ant. 999.
Étym. ὄρνις, σκοπέω.