ὀρνιθοσκόπος

ὀρνιθοτροφεῖον

ὀρνιθοτροφέω-ῶ
ὀρνιθοτροφεῖον, ου (τὸ) [ῑθ] basse-cour, poulailler, Varr. R.R. 3, 5.
Étym. ὀρνιθοτρόφος.