ὀρνιθοτροφεῖον

ὀρνιθοτροφέω-ῶ

ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτροφέω-ῶ [] nourrir des oiseaux, particul. élever des poules, Geop. 14, 7, 8.
Étym. ὀρνιθοτρόφος.