ὀρνιθοτροφέω-ῶ

ὀρνιθοτροφία

ὀρνιθοτρόφος
ὀρνιθοτροφία, ας () [ῑθ] élève [c. à d. élevage] d’oiseaux, particul. de poules, Plut. Per. 75.
Étym. ὀρνιθοτρόφος.