ὀρτυγομανία

ὀρτυγομήτρα

ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγο·μήτρα, ας () [] râle, propr. « reine des cailles », oiseau, Ath. 392f ; Spt. Ex. 16, 13 ; Num. 11, 31, etc. ; surn. com. de Latone, Ar. Av. 872.
Étym. ὄρτυξ, μήτρα.