ὀρτυγομήτρα

ὀρτυγοτροφεῖον

ὀρτυγοτροφέω-ῶ
ὀρτυγοτροφεῖον, ου (τὸ) [] lieu où l’on élève des cailles, Arstt. Probl. 10, 5.
Étym. ὀρτυγοτρόφος.