ὀρτυγοτροφεῖον

ὀρτυγοτροφέω-ῶ

ὀρτυγοτρόφος
ὀρτυγοτροφέω-ῶ [] nourrir des cailles, M. Ant. 1, 6.
Étym. ὀρτυγοτρόφος.