ὀρτυγοτροφέω-ῶ

ὀρτυγοτρόφος

ὄρτυξ
ὀρτυγο·τρόφος, ος, ον [] qui nourrit des cailles, Plat. Euthyd. 290d.
Étym. ὄρτυξ, τρέφω.