ὄστρακον

ὀστρακόνωτος

ὀστρακοποιός
ὀστρακό·νωτος, ος, ον [] dont le dos est couvert d’une écaille, Teucrus Cyz. (Ath. 455e) ; El. N.A. 9, 6.
Étym. ὄστρακον, νῶτος.