Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀστρακόνωτος
ὀστρακοποιός
ὀστρακόρινος
ὀστρακο·ποιός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
] potier,
DS.
4, 7
.
Étym.
ὄ. ποιέω
.