ὀξυκάρδιος

ὀξυκάρηνος

ὀξύκεδρος
ὀξυ·κάρηνος, ος, ον [ῠᾰ] à tête pointue, DP. 642 ; Nic. Th. 223.
Étym. ὀ. κάρηνον.