παλίμπρατος

παλιμπροδοσία

παλιμπροδότης
παλιμπροδοσία, ας () [ᾰλ] l’action de trahir tour à tour chaque parti, Pol. 5, 96, 4 ; DH. 8, 32, etc.
Étym. παλιμπροδότης.