παμμήτωρ

παμμίαρος

παμμιγής
παμ·μίαρος, ος, ον [ᾰρ] tout à fait scélérat, infâme, Ar. Pax 183, etc. ||
Sup. -ώτατος, Spt. 4 Macc. 10, 17.
Étym. π. μιαρός.