πεντεκαιδεκαμναῖος

πεντεκαιδεκαναΐα

πεντεκαιδεκάπηχυς
πεντεκαιδεκα·ναΐα, ας () [ᾰνᾱ] flotte de quinze vaisseaux, Dém. 183, 2.
Étym. π. ναῦς.