πεντεκαιδεκαναΐα

πεντεκαιδεκάπηχυς

πεντεκαιδεκαπλασίων
πεντεκαιδεκά·πηχυς, υς, υ, gén. εος, long de quinze coudées, Arstt. Mir. 96 ; DS. 17, 115.
Étym. π. πῆχυς.