Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πεντεκαιδεκάπηχυς
πεντεκαιδεκαπλασίων
πεντεκαιδεκαταῖος
πεντεκαιδεκα·πλασίων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ᾰσ
] quinze fois aussi grand,
Ath.
57
f
;
Plut.
M.
892
a
.
Étym.
π. -πλασίων
.