πεντεκαιεικοσάσημος

πεντεκαιεικοσιέτης

πεντεκαιεικοστός
πεντε·και·εικοσι·έτης, ης, ες, âgé de vingt-cinq ans, DC. 52, 20.
Étym. π. κ. εἴ. ἔτος.