πεντεκαιεικοσιέτης

πεντεκαιεικοστός

πεντεκαιπεντηκονταετής
πεντε·και·εικοστός, ή, όν, vingt-cinquième, Plat. Theæt. 175b.
Étym. π. κ. εἰκοστός.