πεντεκαιεικοστός

πεντεκαιπεντηκονταετής

πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος
πεντε·και·πεντηκοντα·ετής, ής, ές, âgé de cinquante-cinq ans, Plat. Rsp. 460e.
Étym. π. κ. πεντήκοντα, ἔτος.