πεντεκαιπεντηκονταετής

πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος

πεντεκαιτριακοντούτης
πεντε·και·τεσσαρακονθ·ήμερος, ος, ον [ᾰρᾰ] de quarante-cinq jours, Hpc. 230, 43.
Étym. π. κ. τεσσαράκοντα, ἡμέρα.