Περιμήδης

περιμήκετος

περιμήκης
περι·μήκετος, ος, ον, c. le suiv. Il. 14, 287 ; Od. 6, 103 ; Arat. 250 ; Opp. H. 4, 452.
Étym. pour la format. cf. πάχετος.