φαρμακῖτις

φαρμακόεις

φαρμακόμαντις
φαρμακόεις, όεσσα, όεν [μᾰ]
1 vénéneux, Nic. Al. 4 ; Mosch. 4, 30 ; Man. 3, 71 ; Nonn. D. 45, 223 ||
2 subst. sorcier, Nonn. D. 21, 142.
Étym. φάρμακον.