φαρμακόεις

φαρμακόμαντις

φάρμακον
φαρμακό·μαντις, εως, () [μᾰ] sorcier qui prophétise au moyen de drogues, titre d’une comédie d’Anaxandride, Ath. 261f.
Étym. φάρμακον, μάντις.