φάρμακον

φαρμακόπνευστος

φαρμακοποιΐα
φαρμακό·πνευστος, ος, ον [μᾰ] fasciné (litt. inspiré) par un sortilège, ensorcelé, Nicol. hydr. Epigr. 2, p. 8 Bast, Spec. ed. Aristæn.
Étym. φάρμακον, πνέω.